Το σωτήριο έτος 2001 ο Nick Cave και οι Bad Seeds, η σχεδόν μόνιμη μπάντα του, κυκλοφόρησαν το δίσκο No More Shall We Part, τον πλέον υποτιμημένο δίσκο στην προσωπική του δισκογραφία αλλά και στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Ένα δίσκο με τον οποίο επί 2 συναπτά έτη ξυπνούσα κάθε πρωί και ξάπλωνα κάθε βράδυ. Ο δίσκος αυτός αποτελούσε συνέχεια και ολοκλήρωση της στροφής που είχε επιχειρήσει ο Cave σε κάτι πιο αργό και μπαλαντοειδές, η οποία ξεκίνησε τη διετία 1996-1997 με την κυκλοφορία των Murder Ballads και The Boatman’s Call τα οποία ακολούθησαν τον πλέον εμπορικό του δίσκο Let Love In του 1994.
Για τις «Φονικές Μπαλάντες», από το φανατικό του κοινό αρχικά του καταλογίστηκε το ντουέτο με την Kylie αλλά τελικά έλαβε άφεση αμαρτιών, αφού στο τέλος του Where The Wild Roses Grow τη σκοτώνει. Το «Βαρκάρη» τον γλίτωσε από το ναυάγιο ένα Into My Arms, πριν το περιλάβει βέβαια ο Σαββόπουλος και γίνει ένας μικρός Τιτανικός. Τέσσερα χρόνια μετά η υπομονή τους είχε εξαντληθεί. Το No More Shall We Part αυτό το μουσικό αριστούργημα, πετάχτηκε αβίαστα στον Καιάδα του μουσικού στερεώματος απλά και μόνο επειδή ο Nick για ακόμα μία φορά δεν είχε γκαζώσει.
Η συνέχεια, εν συντομία, δόθηκε το 2003 με το γρήγορο και πρόχειρο Nocturama που έμεινε στην ιστορία κυρίως για το διάρκειας 15 λεπτών Baby I’m On Fire και κατόπιν το 2004 με το ιδιαίτερα προσεγμένο και ολοκληρωμένο διπλό άλμπουμ Abattoir Blues / Lyre of Orpheus. Ο ήχος σκληραίνει, η ένταση δυναμώνει και ο Cave επανέρχεται σιγά σιγά στα γνώριμα, προ δεκαετίας, μονοπάτια του. Η ολοκλήρωση της επαναφοράς θα επέλθει με την κυκλοφορία του Grinderman το 2007 από τον Cave και το ομώνυμο συγκρότημα -που αποτελείται από μέλη των Bad Seeds. Ο ήχος πιο σκληρός και βρόμικος από οτιδήποτε άλλο είχε κάνει τα τελευταία χρόνια. Η επιστροφή του μάλιστα στη δισκογραφία πρόσφατα με τους Bad Seeds και το Dig Lazarus Dig!, αν και με σαφώς λιγότερο σκληρό ήχο από το Grinderman, επιβεβαίωσε ότι μάταια ορισμένοι από εμάς περιμένουμε επιστροφή στις αργές και σκοτεινές μελωδικές του αναζητήσεις της περιόδου 1996-2003. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Κάπου εδώ μπαίνει στην ιστορία μας το σινεμά. Χώρος όχι τελείως άγνωστος στο Nick. Ποιος ξεχνάει την εμφάνιση του στο Der Himmel über Berlin (1987) του Wim Wenders; Ίσως κάποιοι να τον έχετε δει και στο Johnny Suede (1991) του Tom DiCillo με πρωταγωνιστή τον Brad Pitt. Οι δυο τους συναντήθηκαν και στο πρόσφατο The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford (2007) του Andrew Dominik. Μήπως, όσοι το είδατε, προσέξατε τη μουσική; Μάλλον την προσέξατε γιατί πρόκειται για ένα αριστουργηματικό score που συνέθεσε ο Nick Cave μαζί με τον Warren Ellis. Τον άνθρωπο μαζί με τον οποίο 2-3 χρονάκια πριν είχαν γράψει το επίσης έξοχο soundtrack για την ταινία The Proposition (2005) του John Hillcoat. Ταινία στην οποία ο Nick είχε γράψει και το σενάριο (και μάλιστα τώρα γράφει νέο σενάριο για τον ίδιο σκηνοθέτη). Όσο λοιπόν ο Nick στην επιφάνεια ξεγελούσε τους απανταχού fans του με τον σκληρό ήχο των πρόσφατων albums του, στο υπόγειο δούλευε αυτά τα διαμάντια ώστε να έχουμε και εμείς κάτι για να ακούμε κάθε βράδυ πριν πάμε για ύπνο.
Το βράδυ της 7ης Ιουνίου πάντως θα πάμε για ύπνο έχοντας στα αυτιά μας τη φωνή του Cave αφού εκείνη τη βραδιά θα εμφανιστεί ζωντανά στο Λυκαβηττό με τη συνοδεία φυσικά των Bad Seeds και εμείς ασφαλώς θα είμαστε εκεί για να τους ακούσουμε.
Y.Γ. Ευχαριστώ θερμά τον Basu για την παραχώρηση των φωτογραφιών από την προ διμήνου παρουσίαση του τελευταίου δίσκου του Cave σε γνωστό δισκοπωλείο του Λονδίνου. Στην αρχή του post στιγμιότυπα από την εκδήλωση -στο βάθος δεξιά διακρίνεται ο Warren Ellis και στο τέλος το υπογεγραμμένο booklet και το play list της βραδιάς.